Ο ύπνος ήτο πανάλαφρος, χαριτωμένος και με το γνωστό μειδίαμα στο ξύπνημα της επομένης.
« Ήμουν, λέει, μόνη στην ζωή αλλά δασκάλα Δημοτικού σχολείου, οπότε πούλησα το μοναδικό μου σπίτι του άστεως και μετοίκησα με γρήγορα βήματα σε νησάκι-δαντέλα του Αιγαίου, με 5 μαθητές. Στο καράβι με τον καφέ –αχ! τι ωραίο αεράκι!- αισθανόμουν το ‘έμπα’ της καινούργιας μου δεκαετίας των 40 σαν αυτό των 20, που τελείωνα μιά σχολή κι έμπαινα στην ζωή. Όμως, δεν ήταν έτσι. Είχα εμπειρίες ‘κατασταλαγμένες’, μετάνοια για τα δεινά μου και τον βασικό άξονα του ‘τόξου’ μου προς το καλό. Έπρεπε να βγει κάτι απ΄αυτό ».
Γυρίζοντας πλευρό, «Έφτασα στο νησί με το γλυκό βήμα της καλής προαίρεσης που μεταδόθηκε στην ‘τροχιά’ της εγκατάστασης. Οι βράχοι, τα δένδρα, η θάλασσα μα και οι άνθρωποι ‘αχνίζαν’ τον Παράδεισο, τα 5 μικρούλια, μοναδικά το καθένα γυάλιζαν με διαφανή ‘φτερά’. Υπήρχε χρόνος άπλετος για την ορθή διδασκαλία της ύλης αλλά κυρίως για την αφοσοίωση στο κάθε παιδί ξεχωριστά. Την αλίευση ταλέντων, των τυχόντων πόνων και γιατρειάς, του παιχνιδιού κυρίως αλλά και την γνώση της θεωρίας + πράξης στον εναγκαλισμό της φύσεως. Με το σέβας και την αγάπη της συνύπαρξης. Όμορφες ιστορίες υψηλών διαστάσεων για την έγερση της φαντασίας, στην απόδοση των παιδικών-κατανοητών επιπέδων, τα οποία με την σειρά τους ανθοστόλισαν την ψυχή κι ελευθέρωσαν ανατατικά το μυαλό.
Το κακό, στην αρχή παραμόνευε στην ‘γωνία’ και μετά εξαφανίστηκε από το νησί. Οι φωστήρες επεκράτησαν».
Ξύπνησα. Οι άνθρωποι άφησαν το καλό να λειτουργήσει και δεν το σταύρωσαν, επειδή ήταν όνειρο. Κατατρομαγμένη κοιτώ τα χάλια μας (δεν είναι μόνον τωρινά), το σώμα του ‘ψαριού’ που βρωμάει αλλά και το κεφάλι, περιφρονώντας την ύπαρξη κι ενδίδοντας στο κατρακύλισμα του πνεύματος, καθώς -Ωϊμέ!- καταφέραμε, καταστρέφοντας, να απειλούμαστε. Αλλοίμονο!
Κείμενο - Φωτ: Ασπασία Μπέτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου